Τετάρτη 30 Ιουνίου 2010

Γεώργιος Παπανδρέου (πρεσβύτερος)



Νεανικά χρόνια - Β' Παγκόσμιος Πόλεμος
Ο Γεώργιος Παπανδρέου γεννήθηκε στο Καλέντζι Αχαΐας και ήταν το τρίτο παιδί του ιερέα Ανδρέα Σταυρόπουλου και της συζύγου του Παγώνας. Δεν ευτύχισε να γνωρίσει τη μητέρα του η οποία απεβίωσε λίγους μήνες μετά τη γέννησή του. Ξεκίνησε τις σπουδές του στο τετρατάξιο σχολείο του χωριού του και στη συνέχεια στο Σχολαρχείο της γειτονικής Χαλανδρίτσας. Δύο χρόνια αργότερα και αφού ο πατέρας του μετατέθηκε στην Πάτρα γράφτηκε στο Γυμνάσιο της αχαϊκής πρωτεύουσας όπου ήδη φοιτούσε ο μεγαλύτερος αδερφός του, Νίκος. Το 1901 έχασε την αδερφή του, Μαγδαληνή, απο φυματίωση σε ηλικία μόλις 19 ετών. Την ίδια χρονιά αποφάσισε μαζί με τον αδερφό του να επισημοποιήσουν το επίθετο με το οποίο ήταν άλλωστε γνωστοί: Από Γεώργιος Σταυρόπουλος έγινε Γεώργιος Παπανδρέου.
Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και πολιτικές επιστήμες στο Βερολίνο. Από νεαρός αναμίχθηκε στην πολιτική υποστηρίζοντας τον φιλελεύθερο Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος το 1916 τον διόρισε νομάρχη στην Λέσβο. Την περίοδο 1917-1920 διατέλεσε γενικός διευθυντής Χίου. Παντρεύτηκε την Πολωνίδα Σοφία Μινέικο με την οποία απέκτησε τον Ανδρέα Παπανδρέου που γεννήθηκε στην Χίο το 1919.
Κατά την πολιτική κρίση που δημιουργήθηκε με θέμα την είσοδο της Ελλάδας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Παπανδρέου ήταν από τους σφοδρότερους υποστηρικτές του Βενιζέλου εναντίον του φιλογερμανού Βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄. Όταν ο Βενιζέλος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα, ο Παπανδρέου τον συνόδεψε στην Κρήτη κι έπειτα πήγε στην Λέσβο, όπου κινητοποίησε τους αντιμοναρχικούς υποστηρικτές του στα νησιά και υποστήριξε την επαναστατική κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας του Βενιζέλου στην Θεσσαλονίκη. Το 1921 επέζησε από μια απόπειρα δολοφονίας, ενώ το 1922 υποστήριξε την επανάσταση. Ο Παπανδρέου εκλέχτηκε βουλευτής με το κόμμα Φιλελευθέρων του Βενιζέλου και το 1923 ο Στυλιανός Γονατάς τον διόρισε Υπουργό Εσωτερικών. Αργότερα υπηρέτησε ως Υπουργός Εθνικής Οικονομίας με την κυβέρνηση Μιχαλακοπούλου. Η δικτατορία του Πάγκαλου τον εξόρισε. Κατά την Α' Δημοκρατία της περιόδου 1924-1935 υπηρέτησε ως Υπουργός Παιδείας επί Βενιζέλου (1930-1932) και Υπουργός Συγκοινωνιών το 1933 πάλι με την κυβέρνηση Βενιζέλου. Το 1935 ίδρυσε το "Δημοκρατικό κόμμα" το οποίο μετονομάστηκε αργότερα σε "Δημοκρατικό Σοσιαλιστικό".
Ως σταθερός πολέμιος της μοναρχίας εξορίστηκε το 1936 στην Άνδρο και στα Κύθηρα από τον δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά. Κατά την κατοχή της Ελλάδας από τους Γερμανούς στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο συνελήφθη στις αρχές του 1942 από τους Ιταλούς και φυλακίστηκε για ένα τρίμηνο στις φυλακές Αβέρωφ. Το 1944 αποφάσισε να συνταχθεί με τη βασιλική εξόριστη κυβέρνηση στην Αίγυπτο και οργάνωσε το συνέδριο του Λιβάνου (Μάιος 1944), όπου αποφασίστηκε ο σχηματισμός κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητας (Μάιος 1944) με συμμετοχή όλων των πολιτικών παρατάξεων υπό την πρωθυπουργία του. Τον Οκτώβριο του 1944, αμέσως μετά την απελευθέρωση και την συμφωνία της Καζέρτας, επέστρεψε στην Ελλάδα, αλλά μετά τα Δεκεμβριανά παραιτήθηκε από πρωθυπουργός.
Ο Γεώργιος Παπανδρέου απευθύνεται στο πλήρωμα του πολεμικού πλοίου "Prince David", με το οποίο επέστρεψαν αυτός ως Πρωθυπουργός και οι υπουργοί της Κυβέρνησής του από την Ιταλία.
Μετά το 1946 συνέχισε την πολιτική του καριέρα ως βουλευτής Αχαΐας υπηρετώντας ως Υπουργός Εσωτερικών, Δημόσιας Τάξης και Συντονισμού με την κυβέρνηση Πλαστήρα το 1950 και Σοφοκλή Βενιζέλου το 1951. Διαφώνησε με τον Πλαστήρα και την συμφιλιωτική πολιτική του (απόλυση εξορίστων κλπ.) θεωρώντας ότι εξέθρεφε τον «κομμουνιστικό κίνδυνο». Στις εκλογές του 1952 συνεργάστηκε με τον Παπάγο, που κατήλθε στις εκλογές ως αρχηγός της συντηρητικής παράταξης. Τον Απρίλιο του 1953 όμως μετά την υποτίμηση της δραχμής από τον τότε Υπουργό Συντονισμού Σπυριδωνα Μαρκεζίνη αποχώρησε από τον Ελληνικό Συναγερμό του Παπάγου, επανίδρυσε το κόμμα του και το συγχώνευσε στο κόμμα Φιλελευθέρων αναλαμβάνοντας συναρχηγός του τελευταίου με τον Σοφοκλή Βενιζέλο. Κατά τη δεκαετία του 1950 ο Παπανδρέου παρέμεινε στην αντιπολίτευση ενώ η συντηρητική παράταξη αύξανε την απήχησή της.
Το 1961 αναβίωσε τον ελληνικό φιλελευθερισμό ιδρύοντας το κόμμα "Ένωση Κέντρου", ένα συνασπισμό των παλιών φιλελεύθερων Βενιζελικών και απογοητευμένων συντηρητικών. Στις εκλογές του ίδιου χρόνου εξασφάλισε το 1/3 των εδρών της Βουλής και έγινε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Κατήγγειλε τα αποτελέσματα των εκλογών ως νοθευμένα κατηγορώντας το παρακράτος για διπλοψηφίες και άλλες παρεμβάσεις κάνοντας λόγο για εκλογές «βίας και νοθείας». Τότε, ξεκίνησε πολιτικό αγώνα εναντίον της ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή για την διενέργεια νέων εκλογών, που έμεινε γνωστός στην ιστορία ως «ανένδοτος αγών».
Το κόμμα του κέρδισε τις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου του 1963 με ποσοστό 42,04%. Έχοντας 138 έδρες, σχημάτισε κυβέρνηση μειοψηφίας με τη στήριξη της Ε.Δ.Α., που είχε 28 έδρες. Ωστόσο, ο Παπανδρέου επιθυμούσε αυτοδύναμη πλειοψηφία και έτσι υπέβαλε την παραίτηση της κυβέρνησης αμέσως μετά την εξασφάλιση ψήφου εμπιστοσύνης. Στις εκλογές του Φεβρουαρίου 1964 η Ένωση Κέντρου κέρδισε με το 52,8% των ψήφων και 171 έδρες. Η προοδευτική πολιτική του, όπως και ο ευδιάκριτος ρόλος που έπαιζε ο γιος του Ανδρέας, ξεσήκωσαν την αντιπολίτευση των συντηρητικών κύκλων. Ορισμένα από τα μέτρα που πήρε η κυβέρνησή του ήταν η αποφυλάκιση πολιτικών κρατουμένων, η ρύθμιση των αγροτικών χρεών και η καθιέρωση της δωρεάν παιδείας σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Προσπάθησε να ανακτήσει τον έλεγχο του στρατού και της αστυνομίας παραγκωνίζοντας τους ακροδεξιούς και τους παρακρατικούς, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Παράλληλα μείωσε τον ασφυκτικό έλεγχο του κράτους στις ιδέες και τα φρονήματα.
Κατηγορήθηκε από τους αντιπάλους του ότι τα μέτρα αυτά (τα οικονομικά) ήταν εφικτά λόγω της ανθηρής οικονομίας που είχε κληροδοτήσει η πρωθυπουργία Καραμανλή. Από την άλλη η οκταετία Καραμανλή είχε μεν επιτύχει ανθηρά οικονομικά μεγέθη, το εισόδημα όμως των χαμηλότερων τάξεων είχε παραμείνει για χρόνια στάσιμο.
Στην αρχή ως Υπουργός Εσωτερικών το 1950 αντιτάχθηκε στον κυπριακό αγώνα κατά των Βρετανών και υπέρ της ένωσης με την Ελλάδα. Συγκεκριμένα στις 23 Ιουνίου 1950 σε συνάντησή του με τον δήμαρχο Λευκωσίας Θεμιστοκλή Δέρβη είπε: «η Ελλάς αναπνέει με δύο πνεύμονες, τον μεν αγγλικόν, τον δε αμερικανικόν, και δι' αυτό δεν ημπορεί να πάθει ασφυξίαν λόγω του Κυπριακού». Στη συνέχεια όμως από τα έδρανα της αντιπολίτευσης άλλαξε πλεύση και απέρριψε στις Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου του 1959, με τις οποίες δημιουργήθηκε το κράτος της Κύπρου, επειδή προέβλεπαν ανεξαρτησία και όχι ένωση με την Ελλάδα. Ως πρωθυπουργός το 1964 μετά από επεισόδια μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων στο νησί έστειλε μια ελληνική μεραρχία για τη διατήρηση της τάξης. Ήρθε σε σύγκρουση όμως με τον Μακάριο, επειδή υποστήριξε το σχέδιο Άτσεσον, το οποίο στη μια εκδοχή του προέβλεπε τη διπλή ένωση, δηλ. ενός μέρους της Κύπρου με την Ελλάδα και ενός άλλου με την Τουρκία, κάτι που ο Μακάριος απέρριπτε κατηγορηματικά ως διχοτόμηση, και στην άλλη την ένωση με την Ελλάδα και εκμίσθωση της Καρπασίας στην Τουρκία με παράλληλη παραχώρηση και του Καστελλόριζου. Η δεύτερη εκδοχή απορρίφθηκε από το Μακάριο και στη συνέχεια και από την Τουρκία.
[Επεξεργασία]Σύγκρουση με τα ανάκτορα και τον επιχειρηματία Τομ Πάπας - Αποστασία - Χούντα
Κατά τη διακυβέρνησή του Γεωργίου Παπανδρέου, προέκυψαν διαμάχες με τον νεαρό βασιλιά Κωνσταντίνο Β΄, ο οποίος ακολουθούσε την παραδοσιακή πολιτική του Παλατιού και αναμιγνυόταν ενεργά στις υποθέσεις του στρατεύματος. Η διαφωνία τους κορυφώθηκε το καλοκαίρι του 1965 και ο Παπανδρέου εξαναγκάστηκε σε παραίτηση στις 15 Ιουλίου 1965 λόγω της άρνησης του βασιλιά να του επιτρέψει να αναλάβει την ηγεσία του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας. Αυτή υπήρξε η αρχή μιας περιόδου πολιτικής ανωμαλίας που συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια οδηγώντας τελικά στο πραξικόπημα της 21 Απριλίου 1967.
Την εποχή εκείνη, το παγκόσμιο οικονομικό πλαίσιο των πολυεθνικών ευνοούσε τον προσανατολισμό στις εξαγωγές σε παγκόσμιο επίπεδο, χρησιμοποιούσε μεθόδους παραγωγής εντάσεως κεφαλαίου, που δημιουργούσαν ολοένα και μεγαλύτερη ανεργία και φτώχεια, ενώ στηριζόταν σε τοπικές βιομηχανικές εγκαταστάσεις που δεν είχαν διασυνδέσεις μεταξύ τους, δεν αλληλοσυμπληρώνονταν, μένοντας ανώφελες για τις εθνικές οικονομίες.
Το καπιταλιστικό σύστημα, κάθετο και αυταρχικό, επέβαλε μια σειρά ασφυκτικούς περιορισμούς που οδήγησαν τελικά σε μείζονες πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις: Όταν η Ένωση Κέντρου κέρδισε τις εκλογές, επέβαλε στον Πάπας την επαναδιαπραγμάτευση των συμβάσεων για τα διυλιστήρια της ESSO (τη διαδέχθηκε η σημερινή ΕΚΟ)."Ο Τομ Πάπας αντέδρασε και πίεζε την ελληνική κυβέρνηση, μέσω των διασυνδέσεων που είχε με την κυβέρνηση των ΗΠΑ, να σταματήσει τις "σοσιαλιστικές μεταρρυθμίσεις"... Τελικά το φθινόπωρο του 1964, η κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου υποχρέωσε τον Τομ Πάπας να υπογράψει νέα σύμβαση με την ESSO PAPAS, καταργώντας τα περισσότερα από τα μονοπώλια που είχε».
Η CIA, η πολυεθνική Esso και το αφεντικό της, ο Τομ Πάπας, υπονόμευσαν την κυβέρνηση Παπανδρέου: «... τη σχέση του με τη CIA παραδέχθηκε ο ίδιος ο Πάπας, σε συνέντευξη που έδωσε στο Φρέντυ Γερμανό», «... ο Τομ Πάπας ήταν αυτός που συνέδραμε οικονομικά για την εξαγορά των βουλευτών που είχαν αποστατήσει από την Ένωση Κέντρου. Ο Λευτέρης Βόδενας συνεργάτης του τότε εκδότη των εφημερίδων "Μακεδονία" και "Θεσσαλονίκη" ο οποίος είχε ενεργό συμμετοχή στην ανατροπή του Παπανδρέου, αφηγείται στο βιβλίο του Χρίστου Χριστοδούλου "Ο εκδότης Ιωάννης Βελλίδης":
"Μια μέρα ανέβηκα στον 7ο όροφο της οδού Φιλελλήνων 1 και πήρα κάτι δέματα... Τα πήρα από τα γραφεία της ESSΟ Πάπας που ήταν εκεί και τα κατέβασα στα γραφεία της "Μακεδονίας" που ήταν στο δεύτερο όροφο. Από κει πέρασαν κάποιοι βουλευτές και τα πήραν."
Όταν έγινε η αποστασία ο Κωνσταντίνος διόρισε πρωθυπουργό τον Γεώργιο Αθανασιάδη-Νόβα με υπουργούς βουλευτές της Ένωσης Κέντρου που αποστάτησαν. Η νέα κυβέρνηση όμως δεν είχε πλειοψηφία στην Βουλή, οπότε σχηματίστηκε άλλη κυβέρνηση υπό τον Ηλία Τσιριμώκο η οποία επίσης καταψηφίστηκε. Τελικά, τον Σεπτέμβριο του 1965 η νέα κυβέρνηση υπό τον Στέφανο Στεφανόπουλο κατάφερε να πάρει ισχνή ψήφο εμπιστοσύνης, ενώ ο Παπανδρέου είχε κηρύξει τον δεύτερο "ανένδοτο" αγώνα. Το 1967, και ενώ είχαν προκηρυχθεί εκλογές για τις 28 Μαΐου, στις 21 Απριλίου αξιωματικοί του στρατού υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Γεωργίου Παπαδόπουλου κατέλαβαν την εξουσία με πραξικόπημα και καθ' υπόδειξή τους την πρωθυπουργία ανέλαβε ο Κωνσταντίνος Κόλλιας. Η επταετής περίοδος που ακολούθησε έγινε γνωστή ως η δικτατορία της Χούντας των Συνταγματαρχών.
«Η επιρροή του Πάπας στην Ελλάδα αυξήθηκε κατακόρυφα όταν η χούντα κατέλαβε την εξουσία... Στις οικονομικές του συναλλαγές με το καθεστώς, ο Τομ Πάπας διασύνδεσε και την οικογένεια του προέδρου των ΗΠΑ. Ο αδελφός του Νίξον, Ντόναλντ, συμμετείχε μαζί με τον Πάπας σε επιχειρήσεις στην Ελλάδα. Μια τέτοια επιχείρηση ήταν η Marriot de Mortis Α.Ε., η οποία παρασκεύαζε τρόφιμα για τις αεροπορικές εταιρείες…». «Ο Τομ Πάπας είχε τέτοια επιρροή στον Νίξον, που του επέβαλε τον προσωπικό του φίλο, Ελληνοαμερικανό κυβερνήτη του Μέριλαντ, Σπύρο Άγκνιου, ως υποψήφιο αντιπρόεδρο." (Πηγές: Μακάριος Δρουσιώτης, 1974, Το άγνωστο παρασκήνιο της τουρκικής εισβολής, Αλφάδι, Λευκωσία, 2002, σσ. 14-18, και Μακάριος Δρουσιώτης, ΕΟΚΑ Β & CIA, Το ελληνονοτουρκικό παρακράτος στην Κύπρο, Αλφάδι, Λευκωσία).
Ο Γ. Παπανδρέου τέθηκε σε περιορισμό στο σπίτι του στο Καστρί όπου και πέθανε το 1968. Η κηδεία του από τη Μητρόπολη της Αθήνας αποτέλεσε ορόσημο στον αντιχουντικό αγώνα, καθώς συγκέντρωσε πολύ κόσμο και έγινε αφορμή για την πρώτη μαζική λαϊκή διαμαρτυρία κατά της δικτατορίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου