Κυριακή 4 Ιουλίου 2010

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΜΑΡΑΘΩΝΑ 490 π.Χ.


Πίσω στη Μικρά Ασία το νέο καθεστώς απαιτούσε τώρα την τακτική καταβολή δυσβάσταχτων φόρων υποτέλειας από τις υπόδουλες ελληνικές πόλεις της Ιωνίας, καθώς και τη συνεισφορά τους με στόλο και στρατό στην περσική πολεμική μηχανή, ενώ για τη διοίκησή τους οι Πέρσες είχαν τοποθετήσει έλληνες τυράννους της απόλυτης εμπιστοσύνης τους. Ετσι λοιπόν, στο πλαίσιο των κατακτητικών πολέμων που επεχείρησε το 513 π.Χ. στα βόρεια του ποταμού Δούναβη ο πέρσης βασιλιάς Δαρείος Α' - «Ο Μέγας Βασιλεύς» για τους υπηκόους του -, αναγκάστηκαν να τον συνοδεύσουν με άνδρες και πλοία όλοι οι τύραννοι της Ιωνίας. Αν και το αποτέλεσμα δεν ήταν το επιθυμητό, ο Δαρείος κατάφερε τουλάχιστον να πατήσει γερά πόδι στα ευρωπαϊκά εδάφη, προσαρτώντας ολόκληρη τη Θράκη και θέτοντας υπό πλήρη έλεγχο τα νευραλγικής σημασίας στενά του Ελλησπόντου. Η Ελλάδα αποτελούσε ούτως ή άλλως τον επόμενο στόχο στον χάρτη επιχειρήσεων του Δαρείου, ο οποίος ήθελε να εξασφαλίσει την περσική κυριαρχία και στις δύο όχθες του Αιγαίου. Οσα επακολούθησαν τα επόμενα χρόνια στην Ιωνία απλώς επέσπευσαν την αναπόφευκτη σύγκρουση των δύο πλευρών, προσφέροντας στον βασιλιά των Περσών το πρόσχημα που ζητούσε για την κατά μέτωπο επίθεση στη μητροπολιτική Ελλάδα.Πολύ προτού αναμετρηθούν στο ένδοξο πεδίο της μάχης του Μαραθώνα, Ελληνες και Πέρσες είχαν «κονταροχτυπηθεί» με στόχο την επικράτηση στις ευημερούσες ελληνικές αποικίες της Μικράς Ασίας. Ηδη περί τα μέσα του 6ου π.Χ. αιώνα οι ιωνικές πόλεις, πλην της Μιλήτου, είχαν περιέλθει η μία μετά την άλλη στις κατακτήσεις του γειτονικού κράτους της Λυδίας, υπό τον βασιλιά Κροίσο. Εκμεταλλευόμενες ωστόσο την ήπια κατά κανόνα κυριαρχία των Λυδών, οι μικρασιατικές πόλεις εξακολούθησαν να ακμάζουν στους τομείς του εμπορίου και της τέχνης. Η ουσιαστική υποδούλωσή τους ήρθε μερικά χρόνια αργότερα, όταν ο βασιλιάς των Περσών Κύρος επικράτησε έναντι του Κροίσου στη μάχη των Σάρδεων το 547 π.Χ. και προήλασε θριαμβευτικά ως τα μικρασιατικά παράλια. Η περσική αυτοκρατορία των δεκάδων εκατομμυρίων υπηκόων, υπερδύναμη της εποχής και αντίπαλον δέος των ελληνικών πόλεων, εξαπλώθηκε ταχύτατα, «καταπίνοντας» ολόκληρο σχεδόν τον τότε γνωστό κόσμο, από τον ποταμό Ινδό ως την Αίγυπτο και από την Κασπία Θάλασσα ως τα ανατολικά παράλια του Αιγαίου. Αντίθετα, στον γεωγραφικό χώρο που καλύπτει σήμερα το ελληνικό κράτος υπήρχαν διάσπαρτες δεκάδες μικρές και μεγάλες αυτόνομες πόλεις-κράτη, με ισχυρότερες τη «στρατοκρατούμενη» Σπάρτη και την ακμάζουσα Αθήνα των 250.000 κατοίκων.

Η διάχυτη δυσαρέσκεια των Ελλήνων της Μ. Ασίας, οι οποίοι εκτός από βασικές ελευθερίες έχαναν σταδιακά και τον έλεγχο του εμπορίου, έστρωσε γρήγορα τον δρόμο προς μια γενικευμένη εξέγερση. Αφορμή στάθηκε μια αποτυχημένη εκστρατεία του πέρση σατράπη της Ιωνίας με στρατό και στόλο, το 500 π.Χ., στη Νάξο. Υποκινητής της εξέγερσης ήταν ο έλληνας τύραννος της Μιλήτου Αρισταγόρας, ο οποίος είχε δεσμευθεί να συνδράμει τους εξόριστους ολιγαρχικούς του νησιού προκειμένου να αρπάξουν την εξουσία από τους δημοκρατικούς. Το 499 π.Χ., μετά την αποτυχία της εκστρατείας, ο εκτεθειμένος έλληνας τύραννος, μη έχοντας τίποτε άλλο να κάνει, αποφάσισε να ηγηθεί της «εν τη γενέσει» επανάστασης, για την αποτίναξη του περσικού ζυγού από τις ελληνικές πόλεις της Μ. Ασίας. Στην πορεία της ιωνικής επανάστασης, όπως έμεινε στην ιστορία, ο Αρισταγόρας έκανε έκκληση στις πόλεις της μητροπολιτικής Ελλάδας να ενισχύσουν τον αγώνα των αδελφών πόλεων. Στο κάλεσμα αυτό ωστόσο ανταποκρίθηκαν θετικά δύο μόνο πόλεις, η Αθήνα, που έστειλε αμέσως 20 πολεμικά πλοία, και η Ερέτρια, που συνεισέφερε άλλα πέντε.

Οι πρώτες επιτυχίες της εξέγερσης, που εκτεινόταν από τα στενά του Βοσπόρου ως και την Κύπρο έδωσαν σταδιακά τη θέση τους σε αλλεπάλληλες ήττες για να καταλήξουν το 494 π.Χ. σε πανωλεθρία στη ναυμαχία της Λάδης και αμέσως μετά στην ολοσχερή καταστροφή της Μιλήτου. Αν και οι δυνάμεις των Αθηναίων και των Ερετριέων είχαν προ πολλού αποσυρθεί, η σύντομη ανάμειξή τους ήταν αρκετή για να προκαλέσει την οργή του Δαρείου, ο οποίος ορκίστηκε άμεση εκδίκηση. Ούτως και έπραξε, στέλνοντας το 492 π.Χ. τον στρατηγό και γαμπρό του Μαρδόνιο στην Ελλάδα, με χιλιάδες στρατιώτες και εκατοντάδες πλοία. Αφού διέσχισε τον Ελλήσποντο και τη Θράκη και υπέταξε με τον στόλο του τη Θάσο, κατευθύνθηκε από ξηρά και θάλασσα προς τη Δυτική Μακεδονία. Ενόσω όμως έπλεε ανοιχτά του ακρωτηρίου του Αθωνα, ο περσικός στόλος έπεσε θύμα αντίξοων καιρικών συνθηκών που ανάγκασαν τον Μαρδόνιο να επιστρέψει άπραγος στη βάση του, κατά 300 πλοία και 20.000 άνδρες «φτωχότερος».

Επρεπε να παρέλθει μια διετία προκειμένου οι περσικές δυνάμεις να ανασυνταχθούν και να επιστρέψουν δριμύτερες στον στόχο τους. Με νέα πρόσωπα στην ηγεσία του στρατού, τον Δάτη επικεφαλής του πεζικού και τον Αρταφέρνη αρχηγό του στόλου, και με μυστικοσύμβουλο και οδηγό τον πρώην τύραννο των Αθηνών και γιο του Πεισιστράτου, Ιππία, που είχε προ πολλού αυτομολήσει στους Πέρσες, ο Δαρείος επέλεξε νέο δρομολόγιο. Τον Αύγουστο ή τον Σεπτέμβριο του 490 π.Χ., με αφετηρία την Κιλικία, ο στόλος του έπλευσε στη Σάμο και ύστερα από σύντομη στάση στη Νάξο έβαλε πλώρη για την Ερέτρια, τον πρώτο σταθμό της περσικής επίθεσης-τιμωρίας. Επειτα από έξι ημέρες σθεναρής αντίστασης, το ευβοϊκό λιμάνι έπεσε με δόλια μέσα στα χέρια των Περσών, η πόλη πυρπολήθηκε εκ βάθρων και οι κάτοικοί της εστάλησαν αιχμάλωτοι στα βάθη της Ασίας. Τώρα είχε έρθει η ώρα της Αθήνας. Με τις υποδείξεις του Ιππία, ο πάνοπλος στόλος προσάραξε στο απάνεμο ανατολικό τμήμα του κόλπου του Μαραθώνα και αποβιβάστηκε στη μικρή εύφορη πεδιάδα, 40 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της πόλης των Αθηνών. Εκεί ήλπιζε ο Ιππίας να εξασφαλίσει τη συνδρομή παλαιών φίλων και οπαδών του πατέρα του.Για τον ακριβή αριθμό των Περσών που παρατάχθηκαν στις ακτές του Μαραθώνα οι απόψεις διίστανται. Αλλοι μιλούν για μια τρομακτική δύναμη 110.000 ανδρών, άλλοι για 70.000, άλλοι για 50.000, για 25.000 ή ακόμη και για 15.000. Πιθανότατα η αλήθεια βρίσκεται κάπου στο μέσον, δεδομένου ότι ο στρατός μεταφέρθηκε, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, με 600 περίπου πολεμικά και μεταγωγικά πλοία. Το σίγουρο είναι πάντως ότι οι Πέρσες υπερείχαν αριθμητικά των Αθηναίων που παρατάχθηκαν σύντομα απέναντί τους.

Μόλις οι Αθηναίοι πληροφορήθηκαν την άφιξη των Περσών στην Αττική, έστειλαν τον ημεροδρόμο Φειδιππίδη στη Σπάρτη προκειμένου να εξασφαλίσουν τη βοήθεια της στρατιωτικής υπερδύναμης της Πελοποννήσου. Την απόσταση των 240 χιλιομέτρων που χωρίζει τις δύο πόλεις θρυλείται ότι την κάλυψε σε δύο ημέρες, ωστόσο η απάντηση των Σπαρτιατών υπήρξε αποκαρδιωτική. Σύμφωνα με τις τοπικές θρησκευτικές παραδόσεις τους, δεν ήταν σε θέση να εκστρατεύσουν τόσο μακριά από τη γενέτειρά τους και να εμπλακούν σε εχθροπραξίες πριν από την παρέλευση της πανσελήνου, ήτοι πριν από έξι τουλάχιστον ημέρες. Παράλληλα όμως δεν επιθυμούσαν να εγκαταλείψουν τη βάση τους και για τον πρόσθετο λόγο ότι υπέβοσκε ο φόβος μιας γενικευμένης επανάστασης των ειλώτων.

Τελικά, στις κορυφές των λόφων που «επιβλέπουν» την πεδιάδα του Μαραθώνα παρατάχθηκαν 10.000 Αθηναίοι και 1.000 Πλαταιείς. Αξιοσημείωτο είναι ότι η γειτονική πόλη των Πλαταιών είχε πρόσφατα περιέλθει στην αθηναϊκή κυριαρχία, έθεσε όμως πρόθυμα ολόκληρη τη στρατιωτική της δύναμη στη διάθεση των Αθηναίων για την αντιμετώπιση του κοινού εχθρού. Υστερα από πρόταση του στρατηγού Μιλτιάδη αποφασίστηκε να αντιμετωπιστούν οι Πέρσες μακριά από την πόλη της Αθήνας, για να μη μετατραπεί η αναμέτρηση σε στενή πολιορκία εντός των τειχών. Οι δύο αντίπαλοι στρατοί παρατάχθηκαν αντικριστά, σε απόσταση 1,5 περίπου χιλιομέτρου και έτσι έμειναν για τις επόμενες πέντε ημέρες. Το γενικό πρόσταγμα στο ελληνικό στράτευμα κατείχε κάθε ημέρα ένας από τους δέκα αθηναίους στρατηγούς, καθένας εκ των οποίων εκπροσωπούσε μία από τις φυλές της Αθήνας.

Από την πρώτη ημέρα οι απόψεις στο ελληνικό στρατόπεδο διίσταντο. Οι μισοί εκ των στρατηγών διατράνωναν ότι ήταν πολύ λίγοι για να υψώσουν ανάστημα έναντι των Περσών, ενώ οι άλλοι μισοί, με κύριο εκφραστή τους τον Μιλτιάδη, επέμεναν να προχωρήσουν πάραυτα σε μάχη. Από το αδιέξοδο της ισοψηφίας και της απραξίας ήρθε να βγάλει τους Αθηναίους ο σεβάσμιος πολέμαρχος Καλλίμαχος ο Αφιδναίος, η γνώμη του οποίου είχε βαρύνουσα σημασία και ήταν σύμφωνα με τον νόμο ισοδύναμη με εκείνη των στρατηγών. Αφού η πλάστιγγα έγειρε προς την ανάληψη δράσης, καθένας από τους πέντε στρατηγούς που είχαν αποφανθεί υπέρ της μάχης παραχωρούσε την ημέρα της αρχιστρατηγίας του τη θέση του στον Μιλτιάδη, αφήνοντάς στη δική του ευχέρεια την επιλογή της κατάλληλης στιγμής για επίθεση. Αν και δέχθηκε την τιμή, ο 60χρονος τότε στρατηγός περίμενε διακριτικά την ημέρα της δικής του αρχιστρατηγίας προκειμένου να εμπλακεί σε μάχη.

Η ελληνική πλευρά, που δεν διέθετε ούτε ιππικό ούτε τοξότες, γνώριζε ότι δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τους πέρσες ιππείς σε ανοιχτό πεδίο. Οταν λοιπόν λίγο πριν από την αυγή της έκτης ημέρας οι Αθηναίοι πληροφορήθηκαν ότι το περσικό ιππικό απουσίαζε προσωρινά από το στρατόπεδο, κατάλαβαν ότι αυτή ήταν η ιδανική συγκυρία για τη μάχη. Αφού και οι θυσίες προς τους θεούς απέβησαν αίσιες, ο Μιλτιάδης διέταξε κατά μέτωπο επίθεση και τότε ο στρατός του διήνυσε την απόσταση του 1,5 περίπου χιλιομέτρου - 8 στάδια - που τον χώριζε από την πρώτη γραμμή των αντιπάλων τρέχοντας με αλαλαγμούς, για να δυσκολέψει τους πέρσες τοξότες να βρουν τον στόχο τους. Ηταν πλέον η στιγμή να τεθεί σε εφαρμογή η ιδιοφυής τακτική του Μιλτιάδη, η λεγόμενη «λαβίδα».

Στη δεξιά πλευρά της φάλαγγας βρισκόταν ο Καλλίμαχος με τους άνδρες του. Ακολουθούσαν οι υπόλοιπες αθηναϊκές φυλές και στην αριστερή πτέρυγα ήταν παρατεταγμένοι οι Πλαταιείς. Γνωρίζοντας την αριθμητική υπεροχή του εχθρού, ο αθηναίος στρατηγός φρόντισε να παρατάξει το πεζικό του σε μέτωπο ίδιου μήκους με των αντιπάλων. Ταυτόχρονα είχε ενδυναμώσει τα δύο άκρα της φάλαγγάς του, τα οποία διέθεταν διπλάσιο βάθος από το αποδυναμωμένο κέντρο του. Μόλις λοιπόν άρχισαν οι πρώτες επαφές σώμα με σώμα, οι πέρσες στρατιώτες του κέντρου άρχισαν να προελαύνουν απωθώντας το ελληνικό κέντρο προς τα πίσω. Την ίδια στιγμή τα ισχυρά άκρα των Ελλήνων είχαν τρέψει σε άτακτη υποχώρηση τα δύο άκρα του περσικού μετώπου. Στη συνέχεια τα δύο άκρα συγκρότησαν ενιαίο μέτωπο και άρχισαν να πλαγιοκοπούν το εκτεθειμένο κεντρικό τμήμα των Περσών. Σημειωτέον ότι Αθηναίοι και Πλαταιείς υπερτερούσαν στη μάχη σώμα με σώμα γιατί ήταν πολύ βαριά οπλισμένοι - με ξίφος, δόρυ, ασπίδα, κράνος και θώρακα - σε αντίθεση με τους Πέρσες, οι οποίοι βασίζονταν κυρίως στο ελαφρύ ακόντιο και στο τόξο τους και ήταν ως επί το πλείστον εκπαιδευμένοι για μάχες εξ αποστάσεως.

Η ισχυρή αριστερή και δεξιά πτέρυγα είχαν τώρα στραφεί στο πίσω μέρος του κύριου όγκου του περσικού πεζικού, το οποίο με μια κίνηση βρέθηκε στριμωγμένο ανάμεσα σε δύο ελληνικές γραμμές επίθεσης. Υπό τον κίνδυνο να κυκλωθούν από όλες τις πλευρές χωρίς οδό διαφυγής, οι πέρσες στρατιώτες τράπηκαν πανικόβλητοι σε φυγή προς τα καράβια τους. Αθηναίοι και Πλαταιείς ακολουθούσαν κατά πόδας. Η άγρια καταδίωξη οδήγησε πολλούς πέρσες στρατιώτες στα παρακείμενα έλη και μοιραία στον πνιγμό. Λυσσώδεις μάχες δόθηκαν τόσο στο κοντινό δάσος όσο και στην ακτή, στη διάρκεια της απεγνωσμένης προσπάθειας των αντιπάλων να επιβιβαστούν στα πλοία. Εκατοντάδες πνίγηκαν επί τόπου. Οι εχθροπραξίες διήρκεσαν ως το απόγευμα, οπότε και το τελευταίο εχθρικό πλοίο είχε χαθεί πλέον από τον ορίζοντα. Παρά τη συντριβή τους, οι Πέρσες δεν έβαλαν πλώρη για κάποιο λιμάνι της Μ. Ασίας, αντίθετα, αφού περιέπλευσαν το Σούνιο, κατευθύνθηκαν προς το Φάληρο με σκοπό να αποβιβαστούν και να εξαπολύσουν ανενόχλητοι την επίθεσή τους στην ανυπεράσπιστη Αθήνα. Για κακή τους τύχη οι Αθηναίοι είχαν προβλέψει αυτή την εξέλιξη και ο Μιλτιάδης με τους στρατιώτες του κατευθύνθηκε γρήγορα προς το αθηναϊκό επίνειο. Το ελληνικό στράτευμα παρατάχθηκε ταχύτατα δίπλα στον ναό του Ηρακλή στο Κυνόσαργες, πολύ προτού φανούν τα πανιά των αντιπάλων. Στη θέα των παρατεταγμένων Ελλήνων ο περσικός στόλος άλλαξε γρήγορα πορεία και επέστρεψε αποδεκατισμένος στη βάση του.

Πίσω στο πεδίο της μάχης ο τελικός απολογισμός ήταν εντυπωσιακός: 6.400 Πέρσες έπεσαν νεκροί έναντι μόλις 192 Ελλήνων. Οσο για τα τρόπαια της μάχης, εκτός από τα επτά πλοία που κατάφεραν να ακινητοποιήσουν, Αθηναίοι και Πλαταιείς περισυνέλεξαν πλήθος πολύτιμων λαφύρων, μέρος των οποίων αποτέλεσε τον λεγόμενο αθηναϊκό «θησαυρό» στο Μαντείο των Δελφών, ενώ τα υπόλοιπα χρησιμοποιήθηκαν πιθανότατα ως πρώτη ύλη για το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς του γλύπτη Φειδία.

Οσο για τους Σπαρτιάτες, έστειλαν τελικά ενισχύσεις στους Αθηναίους, μόνο που οι 2.000 πάνοπλοι πολεμιστές τους έφθασαν στην περιοχή του Μαραθώνα την επομένη της μάχης. Αφού αντίκρισαν τους χιλιάδες νεκρούς Πέρσες και συνεχάρησαν τους θριαμβευτές μαραθωνομάχους, πήραν «αμαχητί» τον δρόμο της επιστροφής. Σύμφωνα πάντα με τον θρύλο, μετά το πέρας της μάχης ένας εκ των ελλήνων πολεμιστών, άρχισε να τρέχει ενθουσιώδης και πάνοπλος με κατεύθυνση την πόλη της Αθήνας, καλύπτοντας σε μερικές ώρες την απόσταση των 40 χιλιομέτρων. Οταν έφτασε στο κέντρο της πόλης, όπου περίμεναν με αγωνία τα γυναικόπαιδα, αναφώνησε «Χαίρετε! Νενικήκαμεν!» και έπεσε νεκρός από την εξάντληση. (Από τη λαϊκή αυτή αφήγηση προέκυψε το 1896, με την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων επί ελληνικού εδάφους, η πρόταση να καθιερωθεί ως επίσημο ολυμπιακό αγώνισμα ο μαραθώνιος δρόμος, που έκτοτε καλύπτει απόσταση 42 χιλιομέτρων και 195 μέτρων.)

Στη μάχη του Μαραθώνα πολέμησε και τραυματίστηκε και ο τραγικός ποιητής Αισχύλος, ο οποίος αργότερα έλαβε μέρος και στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Τελευταία επιθυμία του μάλιστα ήταν μετά θάνατον να τον ενθυμούνται οι συμπατριώτες του ως γενναίο μαραθωνομάχο παρά ως επιτυχημένο τραγωδό, γεγονός που μαρτυρεί και το σχετικό επιτύμβιο επίγραμμα στον τάφο του. Στο πλευρό του Αισχύλου αγωνίστηκε με αυταπάρνηση και ο αδελφός του, Κυναίγειρος, ο οποίος ήταν ένας από τους 192 πολεμιστές της ελληνικής πλευράς που έπεσαν στο πεδίο της μάχης. Σύμφωνα με τον θρύλο ο Κυναίγειρος προσπάθησε να ανασχέσει τη φυγή ενός από τα περσικά πλοία, πιάνοντάς το από την πρύμνη, για να του κόψουν τελικά το χέρι με τσεκούρι. Στην ίδια μάχη βρήκε τον θάνατο και ο αθηναίος πολέμαρχος Καλλίμαχος. Χαρακτηριστικό επίσης είναι ότι για πρώτη φορά στη μάχη του Μαραθώνα οι Αθηναίοι πολέμησαν και θυσιάστηκαν πλάι πλάι με τους δούλους τους.

Αφού λοιπόν περισυνέλεξαν τις σορούς των πεσόντων οι Αθηναίοι, σύμφωνα με τα ταφικά τους έθιμα, έκαψαν τους νεκρούς τους και έθαψαν τα οστά τους σε παρακείμενο χώρο, δημιουργώντας τύμβο ύψους 9 μέτρων και διαμέτρου 50 μέτρων - η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως ακόμη και ίχνη από το τελετουργικό νεκρόδειπνο όπου συνέτρωγαν οι ζωντανοί για να τιμήσουν τους νεκρούς μετά την καύση. Στην κορυφή του τύμβου αναρτήθηκαν μαρμάρινες επιτύμβιες στήλες με τα ονόματα των πεσόντων μαραθωνομάχων κατά φυλές, συνοδευόμενα από το επιτάφιο επίγραμμα του Σιμωνίδη του Κείου:«Ελληνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν» («Πρόμαχοι των Ελλήνων οι Αθηναίοι στον Μαραθώνα ταπείνωσαν τη δύναμη των χρυσοφορεμένων Μήδων»).

Λίγο μακρύτερα βρίσκονται και οι τάφοι των νεκρών Πλαταιέων, οι τάφοι των δούλων, ενώ οι απόψεις διίστανται σχετικά με την τύχη των 6.400 νεκρών περσών στρατιωτών που έπεσαν πληγωμένοι θανάσιμα στο πεδίο της μάχης ή καταδικάστηκαν σε πνιγμό στην αγωνιώδη προσπάθειά τους να φθάσουν στα πλοία τους διασχίζοντας τα λασπώδη έλη ή πέφτοντας με τις βαριές χρυσοποίκιλτες στολές τους στη θάλασσα. Αλλοι υποστηρίζουν ότι οι Αθηναίοι, σύμφωνα με τις αρχές τους, δεν θα άφηναν ποτέ κάποιον άταφο, ωστόσο ο μεταγενέστερος περιηγητής Παυσανίας διατείνεται ότι, ύστερα από επιτόπια έρευνα, δεν είδε πουθενά στην περιοχή τάφους Περσών.

Δεκαετίες, ίσως ακόμη και αιώνες μετά τη μάχη, δεκάδες αθηναίοι έφηβοι οδηγούνταν από τους δασκάλους τους στο πεδίο της μάχης για να προσφέρουν θυσίες και να τοποθετήσουν στεφάνι στον τάφο των πεσόντων μαραθωνομάχων. Πολλούς αιώνες αργότερα, το 1810, ο φιλέλληνας ποιητής Λόρδος Βύρων, λίγο προτού φθάσει στο Μεσολόγγι, είχε επισκεφθεί τον Μαραθώνα και έγραψε: «Τα βουνά ατενίζουν τον Μαραθώνα και ο Μαραθώνας κοιτά τη θάλασσα. Μόνος για λίγο με τις σκέψεις μου εκεί, την Ελλάδα ονειρεύτηκα ελεύθερη. Γιατί στεκόμουνα στου Πέρση τον τάφο και δεν θεωρούσα τον εαυτό μου σκλάβο».

Οι σύγχρονοι ιστορικοί κάνουν λόγο για τη σημαντικότερη ίσως μάχη των αρχαίων χρόνων, επειδή άλλαξε στην κυριολεξία τον ρου της ιστορίας. Αν αντί των Αθηναίων είχαν επικρατήσει οι Πέρσες, πιθανότατα δεν θα μιλούσαμε σήμερα για τον χρυσό αιώνα και τα κλασικά χρόνια, ενώ η πορεία της Ευρώπης θα είχε πιθανότατα διαφορετική τροπή. Και ενώ η θριαμβευτική νίκη των Αθηναίων στον Μαραθώνα δεν εξάλειψε διά παντός την περσική απειλή, την απώθησε ωστόσο για την επόμενη δεκαετία, αφήνοντας στην Αθήνα και στις άλλες ελληνικές πόλεις τον χρόνο να προετοιμαστούν κατάλληλα και με αναπτερωμένο ηθικό να αντιμετωπίσουν το αντίπαλον δέος στην τρίτη και τελευταία του απόπειρα να κυριαρχήσει στην περιοχή.

Ο αρχαιότερος από τους τρεις μεγάλους τραγικούς ποιητές, ο Αισχύλος, φέρεται να είχε πολεμήσει στη Μάχη του Μαραθώνα όταν ήταν τριάντα πέντε χρόνων. Από το στοιχείο αυτό οι ιστορικοί τοποθετούν τη γέννησή του στο 525 π.Χ., κατά την περίοδο που εδραιώνεται η Αθηναϊκή Δημοκρατία. Το όνομα του πατέρα του ήταν Ευφορίων και η οικογένειά του ζούσε κατά πάσα πιθανότητα στην Ελευσίνα.

Μολονότι ο Αισχύλος γνώρισε μεγάλη επιτυχία ως ποιητής κατά τη διάρκεια της ζωής του (πιθανολογείται ότι κέρδισε συνολικά 13 πρώτα βραβεία στον δραματικό διαγωνισμό των Μεγάλων Διονυσίων), ο ίδιος μάλλον θεωρούσε τη συμμετοχή του στη Μάχη του Μαραθώνα, καθώς και στις ναυμαχίες του Αρτεμισίου και της Σαλαμίνας, ως το μεγαλύτερο επίτευγμα της ζωής του, όπως άλλωστε προκύπτει από το ταφικό του επίγραμμα, στη Γέλα της Σικελίας, το οποίο φέρεται να συνέθεσε ο ίδιος:



Σάββατο 3 Ιουλίου 2010

Χαρίλαος Τρικούπης



Κορυφαία πολιτική προσωπικότητα του 19ου αιώνα και από τους σημαντικότερους πολιτικούς της νεώτερης Ελλάδας. Διετέλεσε επτά φορές πρωθυπουργός και συνέδεσε το όνομά του με την προσπάθεια εκσυγχρονισμού της χώρας.
Γεννήθηκε στο Ναύπλιο στις 11 Ιουλίου 1832 και ήταν γιος του πολιτικού και ιστορικού Σπυρίδωνα Τρικούπη και της Αικατερίνης Μαυροκορδάτου, αδελφής του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου. Διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα στο Ναύπλιο και στη συνέχεια φοίτησε στο Γυμνάσιο της Αθήνας. Μετά την τριετή φοίτησή του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, μετέβη στο Παρίσι, όπου συμπλήρωσε τις σπουδές του και αναγορεύθηκε διδάκτωρ Νομικής.
Από το 1853 έως το 1864 ο Τρικούπης υπηρέτησε στο Διπλωματικό Σώμα. Αρχικά στην Πρεσβεία του Λονδίνου, στην οποία επικεφαλής ήταν ο πατέρας του. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Γηραιά Αλβιόνα έλαβε πολύτιμα μαθήματα για τον τρόπο λειτουργίας του πολιτικού συστήματος της Μεγάλης Βρετανίας, τα οποία του φάνηκαν ιδιαιτέρως χρήσιμα, όταν αποφάσισε να ασχοληθεί με την πολιτική. Το 1863 ήταν επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας, που διαπραγματεύτηκε τη συνθήκη προσάρτησης των Ιονίων Νήσων στην Ελλάδα, η οποία υπογράφηκε στις 16 Μαρτίου 1864.
Το βάπτισμα στην πολιτική το πήρε το 1862, όταν εξελέγη πληρεξούσιος της ελληνικής παροικίας του Μάντσεστερ στη Συντακτική Συνέλευση. Το 1865 εξελέγη βουλευτής Μεσολογγίου υπό τη σκέπη του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου, ο οποίος όταν κλήθηκε να σχηματίσει κυβέρνηση στις 18 Δεκεμβρίου, του εμπιστεύθηκε το κρίσιμο Υπουργείο Εξωτερικών, σε μια δύσκολη περίοδο, καθώς είχε ξεσπάσει η Κρητική Επανάσταση. Ο Τρικούπης ήταν μόλις 33 ετών.
Από τις πρώτες μέρες του στην κυβέρνηση φρόντισε να αποκαταστήσει το κύρος του κράτους απέναντι στους ξένους. Ως νέος Υπουργός Εξωτερικών δεν επισκέφθηκε πρώτος τους ξένους πρεσβευτές στην Αθήνα, αλλά απαίτησε να τον επισκεφθούν αυτοί πρώτοι. Διαμόρφωσε, έτσι, μία εθιμοτυπία, που ισχύει απαρέγκλιτα μέχρι σήμερα. Η κυβέρνηση Κουμουνδούρου δεν μακροημέρευσε και κατέρρευσε λόγω του Κρητικού Ζητήματος.
Ο Τρικούπης αποφάσισε να μην συμμετάσχει σε άλλη κυβέρνηση και να επικεντρώσει τις προσπάθειές του στη δημιουργία ενός νέου κόμματος. Θα το ονομάσει «Πέμπτο Κόμμα» και θα είναι το πρώτο κόμμα αρχών στην ελληνική πολιτική ιστορία. Μέσω του δικομματισμού ο νέος πολιτικός σχηματισμός πρεσβεύει τον αστικό εκσυγχρονισμό της χώρας.
Μετά την αποτυχία του στις εκλογές του 1874 (23 Ιουνίου) και την έκταση των ακροτήτων του Δημητρίου Βούλγαρη δημοσιεύει το περίφημο άρθρο του «Τις Πταίει;» στην εφημερίδα «Οι Καιροί» (29 Ιουνίου 1874). Ο Τρικούπης στηλιτεύει τις βασιλικές ραδιουργίες και κατηγορεί τον Γεώργιο Α' για τον τρόπο που ασκεί τις εξουσίες του, παρακάμπτοντας το κοινοβούλιο, με τον διορισμό Υπουργών από τη μειοψηφία.
Προτείνει στον ανώτατο άρχοντα να διορίζει ως πρωθυπουργό τον αρχηγό του πλειοψηφούντος κόμματος, που θα έχει τη στήριξη της Βουλής. Είναι η λεγόμενη «αρχή της δεδηλωμένης», που θα επιβληθεί από τον Τρικούπη ένα χρόνο αργότερα και η οποία θα περιβληθεί με συνταγματική ισχύ το 1927. Το άρθρο θα προκαλέσει αντιδράσεις, ο Τρικούπης θα προφυλακισθεί για ένα 24ωρο, αλλά θα γίνει γνωστός στο Πανελλήνιο.
Στις 27 Απριλίου 1875, ο Χαρίλαος Τρικούπης γίνεται για πρώτη φορά πρωθυπουργός. Τα επόμενα 20 χρόνια θα είναι ο κυρίαρχος στο πολιτικό σκηνικό, εκπροσωπώντας την ανερχόμενη αστική τάξη. Μεγάλοι του αντίπαλοι θα είναι αρχικά ο πολιτικός του μέντορας Αλέξανδρος Κουμουνδούρος και στη συνέχεια ο «λαϊκιστής» Θεόδωρος Δηλιγιάννης, που εκπροσωπούσαν τα «παλιά τζάκια». Ο Χαρίλαος Τρικούπης θα παραμείνει στο τιμόνι της χώρας για περίπου 11 χρόνια, γεγονός που τον καθιστά έναν από τους μακροβιότερους πρωθυπουργούς της Ελλάδας.
Κατά τη διάρκεια της εξουσίας του θα θέσει σε εφαρμογή ένα ευρύ μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα στους τομείς της γεωργίας, της φορολογίας και της άμυνας, καθώς και ένα πολυδάπανο πρόγραμμα έργων υποδομής, το οποίο περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, τη δημιουργία σιδηροδρομικού δικτύου και τη διάνοιξη της διώρυγας της Κορίνθου. Στα σχέδιά του περιλαμβανόταν επίσης η ζεύξη Ρίου - Αντιρρίου, ένα έργο που υλοποιήθηκε μόλις το 2004.
Η πρωτόγονη οικονομία της εποχής του δεν θα αντέξει το φιλόδοξο πρόγραμμα του Τρικούπη. Ο ίδιος θα προκαλέσει μεγάλη δυσαρέσκεια στο λαό, λόγω της φορολογικής του πολιτικής. «Φορομπήκτης» και «Πετρέλαιος» ήταν δύο από τα προσωνύμια που του «κόλλησε» ο Τύπος. Τελικά, η χώρα δεν θα μπορέσει να αποπληρώσει τα δυσβάστακτα χρέη της. Η Βουλή κηρύσσει χρεοστάσιο το 1893 και ο Τρικούπης, συνοψίζοντας το οικονομικό δράμα της Ελλάδας, αναφωνεί στις 10 Δεκεμβρίου: «Δυστυχώς Επτωχεύσαμεν!» Τα επόμενα χρόνια η χώρα θα τεθεί υπό Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο, με τα γνωστά μονοπώλια στο οινόπνευμα, τα σπίρτα κ.λ.π, οι επιπτώσεις του οποίου θα φθάσουν μέχρι την είσοδο της Ελλάδας στην ΕΟΚ.
Στις εκλογές της 16ης Απριλίου 1895 το κόμμα του παθαίνει πανωλεθρία και ο ίδιος αποτυγχάνει να εκλεγεί βουλευτής Μεσολογγίου. Χάνει την έδρα για τέσσερις ψήφους από τον άσημο Γουλιμή. Αποχωρεί από την πολιτική γεμάτος πίκρα, με την κλασσική φράση «Ανθ' ημών Γουλιμής… Καληνύχτα σας!». Στη συνέχεια αναχωρεί για ένα ταξίδι στην Ευρώπη, αλλά η απουσία του από τα πολιτικά πράγματα καθίσταται εμφανής. Οι πολιτικοί του φίλοι τον εκθέτουν υποψήφιο για την αναπληρωματική εκλογή της επαρχίας Βάλτου (επαρχία και σήμερα του Νομού Αιτωλοακαρνανίας), χωρίς ο ίδιος να το γνωρίζει. Εκλέγεται σχεδόν παμψηφεί στις 17 Μαρτίου 1896, αλλά πέντε μέρες αργότερα η Αθήνα μαθαίνει εμβρόντητη ότι ασθενεί βαρέως στις Κάννες.
Ο Χαρίλαος Τρικούπης άφησε την τελευταία του πνοή στο γαλλικό θέρετρο στις 30 Μαρτίου 1896, την ώρα που η ελληνική πρωτεύουσα φιλοξενούσε τους Α' Ολυμπιακούς Αγώνες. Η σορός του έφτασε στον Πειραιά στις 9 Απριλίου και εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στο ναό της Ζωοδόχου Πηγής. Ετάφη χωρίς επισημότητες, όπως το είχε ζητήσει, στον οικογενειακό τάφο των Τρικούπηδων στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.

Σόλων




Ανήκε σε πλούσια και αριστοκρατική οικογένεια, η οποία καταγόταν από τη γενιά του βασιλιά της Αθήνας Κόδρου. Ο πατέρας του ονομαζόταν Εξηκεστίδης· αυτός φρόντισε για την εκπαίδευση και ανατροφή του γιού του. Όταν ο Σόλων έχασε την περιουσία του, στράφηκε προς το εμπόριο και ταξίδεψε στην Αίγυπτο και τη Μ. Ασία. Επωφελούμενος από τα ταξίδια του αυτά μελέτησε ξένους πολιτισμούς και νόμους, καθώς και τον πολιτικοοικονομικό βίο των άλλων χωρών. Τα εφόδια που απέκτησε τα χρησιμοποίησε αποτελεσματικά για την κοινωνική και οικονομική ανόρθωση της πατρίδας του και έτσι κατόρθωσε να αναδειχτεί στο σπουδαιότερο άνδρα της εποχής του.
Ως συνέπεια βίαιης και μακροχρόνιας εξέγερσης των πολιτών ενάντια στους ευγενείς, ο Σόλων κλήθηκε κοινή συναινέσει των αντιμαχόμενων μερών, το 594/3 π.Χ. με έκτακτη διαδικασία να νομοθετήσει και για το έργο αυτό εξοπλίστηκε με έκτακτες εξουσίες. Εκείνο το έτος εξελέγη άρχων από το δήμο της Αθήνας και όχι από τον Άρειο Πάγο, όπως προέβλεπε το αθηναϊκό πολίτευμα της εποχής. Του δόθηκαν οι έκτακτες εξουσίες του διαλλακτού, δηλ. του μεσολαβητή, του συμφιλιωτή, και του νομοθέτου, τις οποίες διατήρησε και μετά το τέλος της ετήσιας αρχοντείας του. Οι νόμοι που θέσπισε δημοσιεύτηκαν ίσως το 592/1 π.Χ.
Τα νομοθετικά μέτρα του Σόλωνα ήταν πολύ τολμηρά, αλλά και δραστικά και αντικατοπτρίζουν το μέγεθος της κρίσης που κλήθηκαν να θεραπεύσουν. Βασίζονταν στην αρχή της δίκαιης ανισότητας και όχι της απόλυτης ισότητας, ενώ επιδίωκαν να αποτρέψουν την εμφύλια διαμάχη και τη διάλυση της πολιτικής κοινότητας της Αθήνας διατηρώντας παράλληλα την κοινωνική διαστρωμάτωση και την προβολή αυτής της διαστρωμάτωσης στη νομή της εξουσίας.: Καθόρισε τα αξιώματα τα οποία μπορούσε κάποιος να ασκεί, με κριτήριο τη τάξη στην οποία ανήκε, και όπου κατατασσόταν βάσει του εισοδήματος του (και ειδικότερα της φοροδοτικής του ικανότητας). Ως Ταμίες μπορούσαν να υπηρετήσουν μόνο πολίτες της ανώτατης τάξης, ενώ οι πολίτες της κατώτατης τάξης είχαν μόνο δικαίωμα συμμετοχής στην εκκλησία του δήμου. (Αριστοτέλης, εκδοση 2008) Τα μέτρα του αποσκοπούσαν στην παύση της εξάρτησης των ακτημόνων από την αγροτική οικονομία, καθώς και στην ανάπτυξη του εμπορίου και της βιοτεχνίας για την απορρόφηση αυτών των ακτημόνων, τους οποίους ο Σόλων προσπάθησε και ως ένα βαθμό κατάφερε να προφυλάξει από την πλήρη εξαθλίωση. Με τα μέτρα του ενισχύθηκαν οι μικρομεσαίοι αγρότες, αλλά και όσοι ασκούσαν κάποιο επάγγελμα εκτός της γεωργίας. Απαλείφθηκαν τα στεγανά της καταγωγής, που εμπόδιζαν αυτούς που πλούτιζαν από κάποιο επάγγελμα να ανέλθουν σε ανώτερες κοινωνικές τάξεις, να γίνουν πολίτες και να αναλάβουν αξιώματα. Το πολίτευμα της Αθήνας παρέμεινε ωστόσο και μετά τις μεταρρυθμίσεις τιμοκρατικό, βασισμένο στην κοινωνική διαστρωμάτωση και στη νομή της εξουσίας από τους πολίτες ανάλογα με τον εισόδημά τους, αν και το εισόδημα αυτό μπορούσε στο εξής να προέρχεται από πολλές διαφορετικές δραστηριότητες και όχι μόνο από την καλλιέργεια της γης. Επιδίωξη του Σόλωνα ήταν τέλος να καταστούν όλοι οι πολίτες συνυπεύθυνοι για την τήρηση των νόμων και την καταστολή παρανομιών. Ιδανικό του ήταν η ευνομία.
Το νομοθετικό έργο του Σόλωνα περιλάμβανε πρώτα μέτρα επανόρθωσης της υπάρχουσας κατάστασης, πολιτειακές μεταρρυθμίσεις που αφορούσαν στο πολιτικό σώμα, στη λαϊκή κυριαρχία και στα δικαστήρια, καθώς και νομοθετήματα σε συγκεκριμένους τομείς.
Μέτρα επανόρθωσης (σεισάχθεια, από το σειω που σημαίνει αφαιρώ και το άχθος που σημαίνει βάρος): Στα πλαίσια της σεισάχθειας (αποτίναξης βαρών), ο Σόλων
κατάργησε τα υφιστάμενα χρέη ιδιωτών προς ιδιώτες και προς το δημόσιο,
απελευθέρωσε όσους Αθηναίους είχαν γίνει δούλοι λόγω χρεών στην ίδια την Αθήνα και επανέφερε στην πόλη όσους εν τω μεταξύ είχαν μεταπωληθεί στο εξωτερικό. Για ξένους δούλους δεν γίνεται λόγος στις πηγές. Για να μην επαναληφθεί το φαινόμενο,
κατάργησε το δανεισμό με εγγύηση το σώμα (προσωπική ελευθερία) του δανειολήπτη και των μελών της οικογένειάς του. Είναι επίσης πιθανό ότι
αμνήστευσε τα αδικήματα που επέφεραν στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων.
Πολιτικό σώμα: Στα πλαίσια των πολιτειακών μεταρρυθμίσεων για την αναμόρφωση και διεύρυνση του πολιτικού σώματος της Αθήνας ο Σόλων διατήρησε τα τέσσερα υφιστάμενα τέλη που ρύθμιζαν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των πολιτών και βασίζονταν ως τότε αποκλειστικά στο ύψος του αγροτικού εισοδήματος. Οι λεγόμενοι πεντακοσιομέδιμνοι επειδή είχαν εισόδημα πεντακοσίων μεδίμνων συγκροτούσαν την υψηλότερη τάξη. Ακολουθούσαν οι τριακοσιομέδιμνοι (με εισόδημα τριακόσια μέδιμνα), που λέγονταν και ιππείς, ή ιππάδα τελούντες, επειδή είχαν την οικονομική δυνατότητα να διατηρούν ένα άλογο. Οι διακοσιομέδιμνοι ονομαζονταν ζευγίται. Τέλος οι θήτες με εισόδημα κάτω των διακοσίων μεδίμνων ετησίως είχαν δικαίωμα ψήφου, αλλά δεν τους επιτρεπόταν να αναλάβουν κανένα δημόσιο αξίωμα. Για την κατάταξη των πολιτών σε μια από αυτές τις τάξεις
θέσπισε τον συνυπολογισμό και των εισοδημάτων που προέρχονταν από επαγγελματικές ή εμπορικές δραστηριότητες. Επιπλέον
έδωσε δικαίωμα στο κατώτερο από αυτά τα τέλη, τους θήτες, να συμμετέχουν στην εκκλησία του δήμου,
τους παραχώρησε όμως μόνο το δικαίωμα του εκλέγειν, όχι του εκλέγεσθαι.
Αποτέλεσμα αυτών των μεταρρυθμίσεων ήταν να λογίζονται στο εξής πολίτες όλοι οι ενήλικες άνδρες που κατοικούσαν στην Αττική και ήταν απόγονοι κατοίκων της Αττικής, μελών ιωνικών κοινοτήτων, αν και δεν θέσπισε την ισότητα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων για όλους τους πολίτες. Ο Σόλων έδωσε πιθανότατα δυνατότητα πολιτογράφησης και σε μετοίκους.
Λαϊκή κυριαρχία. Στις πολιτειακές μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα περιλαμβάνονται και μέτρα που διεύρυναν τη λαϊκή κυριαρχία, δηλ. τη στήριξη της εξουσίας στο σώμα των πολιτών της Αθήνας. Συγκεκριμένα ο Σόλων
μετέφερε στην εκκλησία του δήμου την αρμοδιότητα της εκλογής των αρχόντων, που είχε ως τότε ο Άρειος Πάγος, και
θέσπισε τη διαδικασία της κληρώσεως εκ προκρίτων πεντακοσιομεδίμνων για την εκλογή τους. Σύμφωνα με αυτή τη διαδικασία ο δήμος εξέλεγε ένα αριθμό υποψήφιων αρχόντων από το τέλος των πεντακοσιομεδίμνων και στη συνέχεια γινόταν κλήρωση για την ανάδειξη ενός από αυτούς τους υποψηφίους.
Ίδρυσε ένα νέο βουλευτικό σώμα, τη βουλή των τετρακοσίων (ή τετρακοσίους) και
μετέφερε σε αυτό τις προβουλευτικές αρμοδιότητες που είχε ως τότε ο Άρειος Πάγος, δηλ. τη διαδικασία προκαταρκτικής επεξεργασίας των σχεδίων ψηφισμάτων που θα υποβάλλονταν στην εκκλησία του δήμου.
Η βουλή των τετρακοσίων ήταν πιο δημοκρατική σε σύγκριση με το αριστοκρατικό σώμα του Αρείου Πάγου, στο οποίο συμμετείχαν μόνο πεντακοσιομέδιμνοι που είχαν θητεύσει ως άρχοντες (και είχαν εκλεγεί από τον ίδιο τον Άρειο Πάγο σύμφωνα με τη διαδικασία που ίσχυε πριν τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα). Η βουλή αντίθετα είχε 400 εκλεγμένα μέλη, που προέρχονταν και από τα τέλη των ιππέων και των ζευγιτών, η θητεία κάθε βουλευτή ήταν ετήσια και οι τέσσερις φυλές της Αθήνας αντιπροσωπεύονταν ισότιμα, με εκατό βουλευτές η καθεμιά.
Δικαστήρια: Στο χώρο της δικαιοσύνης οι μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα ήταν έπίσης σημαντικές προς την κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού και του ελέγχου της εξουσίας. Ο Σόλων
έδωσε τη δυνατότητα σε κάθε πολίτη, όχι μόνο στον παθόντα, να καταγγέλλει στον Άρειο Πάγο με εισαγγελία (αγωγή) οποιονδήποτε, ακόμα και άρχοντα, και να εμφανίζεται ως κατήγορος. Με αυτό τον τρόπο κατοχυρώθηκε ουσιαστικά το έννομο συμφέρον του απλού πολίτη σε σχέση με την άσκηση της εξουσίας από τα κρατικά όργανα, ακόμα και αν οι ενέργειες των κρατικών οργάνων δεν τον έβλαπταν άμεσα.
Ίδρυσε την Ηλιαία, ένα λαϊκό δικαστήριο με πολλά μέλη, ως αντίβαρο του Αρείου Πάγου σε θέματα απονομής δικαιοσύνης. Η ακριβής σύνθεση της σολώνειας Ηλιαίας δεν είναι γνωστή και δεν αποκλείεται να πρόκειται απλά για την ίδια την εκκλησία του δήμου, όταν αυτή συνεδρίαζε ως δικαστήριο. Στην Ηλιαία μπορούσε να προσφύγει οποιοσδήποτε εναντίον δικαστικής αποφάσεως αρχόντων. Το όνομά της προέρχεται από το ουσ. ηλία=αλία, που σημαίνει εκκλησία, σύναξη. Η κλασική διαμόρφωση της Ηλιαίας σε «δεξαμενή» 6000 κληρωμένων Αθηναίων άνω των 30 ετών, από την οποία λαμβάνονταν οι δικαστές για τα ηλιαστικά δικαστήρια, οφείλεται στις μεταρρυθμίσεις του έτους 462 π.Χ. από τον Εφιάλτη.
Άλλα νομοθετήματα: Ο Σόλων θέσπισε και πλήθος άλλων νόμων για συγκεκριμένα θέματα, που δεν είναι όλα γνωστά. Τα σημαντικότερα από αυτά είναι
η απαγόρευση της εξαγωγής γεωργικών προϊόντων πλην λαδιού,
ρυθμίσεις στις ιδιωτικές σχέσεις (π.χ. κανόνες υδροληψίας, ελάχιστες αποστάσεις οικοδομών)
θέσπιση κοινωνικής πρόνοιας για αναπήρους και επικλήρους (θυγατέρες που κληρονομούσαν αποκλειστικά την πατρική περιουσία λόγω έλλειψης άρρενα κληρονόμου),
μέτρα προστασίας της οικογένειας και του γάμου, που περιλάμβαναν μέτρα εναντίον της μοιχείας, του βιασμού, της μαστρωπείας και της πορνείας,
υποχρέωση των γονέων να διδάξουν στα παιδιά τους κάποια τέχνη και απαλλαγή των τέκνων από τη φροντίδα των ηλικιωμένων γονέων τους, αν οι τελευταίοι δεν είχαν ανταποκριθεί σε αυτή την υποχρέωσή τους.
Συνολικά ο Σόλων ρύθμισε πάνω σε νέες βάσεις το δημόσιο, το ιδιωτικό και το ποινικό δίκαιο. Οι νόμοι του δημοσιεύτηκαν ίσως το 592/1 π.Χ. καταγραμμένοι σε ξύλινες τετράγωνες στήλες, οι οποίες στένευαν προς τα πάνω και στρέφονταν γύρω από άξονα, γι' αυτό και ονομάστηκαν "άξονες" ή "κύρβεις". Η νομοθεσία του απέκτησε φήμη και επέδρασε θετικά στην εξέλιξη του δικαίου αλλά και στην κοινωνική, οικονομική, πολιτική και πολιτειακή εξέλιξη της Αθήνας. Δίκαια ο Σόλων θεωρείται πατέρας του αστικού δικαίου.
Το 410 π.Χ. συγκροτήθηκε στην Αθήνα μια επιτροπή νομομαθών, οι αναγραφείς των νόμων, που ανέλαβε την εκκαθάριση και την κωδικοποίηση των νόμων του Δράκοντα και του Σόλωνα. Το έργο της επιτροπής διακόπηκε από τους τριάκοντα τυράννους και ολοκληρώθηκε μετά την πτώση τους. Το 403/2 π.Χ. παρέδωσαν το σώμα νόμων που κατάρτισαν, το οποίο φύλαγαν στο εξής οι θεσμοθέται

Σωκράτης



Ο Σωκράτης (4 Ιουνίου 470 π.Χ. - 399 π.Χ.) ήταν Έλληνας Αθηναίος φιλόσοφος και μια από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του Ελληνικού και παγκόσμιου πολιτισμού.
Ήταν γιος του Σωφρονίσκου και της Φαιναρέτης. Παντρεύτηκε σε μεγάλη ηλικία την Ξανθίππη. Ο Σωκράτης είχε έναν πολυάριθμο κύκλο πιστών φίλων, κυρίως νέων από αριστοκρατικές οικογένειες, απ' όλη την Ελλάδα. Ορισμένοι απ αυτούς έγιναν γνωστοί ως ιδρυτές φιλοσοφικών σχολών διαφόρων κατευθύνσεων. Οι γνωστότεροι ήταν ο Πλάτωνας και ο Αντισθένης στην Αθήνα, ο Ευκλείδης στα Μέγαρα και ο Φαίδωνας στην Ηλεία.
Οι πληροφορίες για τη ζωή του Σωκράτη είναι ποικίλες και ο μελετητής του Αρχαιοελληνικού κόσμου μπορεί να βγάλει ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Διάφοροι αξιόλογοι συγγραφείς ασχολήθηκαν μαζί του, και ο καθένας πρόσθεσε νέες πτυχές από την ζωή του. Έτσι, ο Πορφύριος μας πληροφορεί ότι ο Σωκράτης ασχολήθηκε αρχικά με το επάγγελμα του πατέρα του, ο οποίος ήταν λιθοξόος.
Στα 17 του χρόνια γνώρισε το φιλόσοφο Αρχέλαο, που του μετέδωσε το πάθος για τη φιλοσοφία και τον έπεισε να αφιερωθεί σ' αυτήν. Μία πιο βαθιά ψυχολογική πλευρά του φανερώνει ο Πλάτωνας, που στην Απολογία του παρουσιάζει το Σωκράτη να θεωρεί τη φιλοσοφική ενασχόληση ως θεία εντολή. Εδώ ο Σωκράτης μπορεί να χαρακτηριστεί ως Θεόπνευστος, καθώς αναφέρει το ισχυρό του ένστικτο, ως μία εσωτερική παρόρμηση, να του υπαγορεύει ποιες πράξεις κι ενασχολήσεις πρέπει να ακολουθήσει.
Στις φιλοσοφικές του έρευνες τον παρακολουθούσαν πολλοί, ιδιαίτερα νέοι, που ένιωθαν ευχαρίστηση ακούγοντας τον να μιλάει και να συζητάει για θέματα κοινωνικά, πολιτικά, ηθικά και θρησκευτικά. Έτσι σχηματίστηκε γύρω του ένας όμιλος, που δεν αποτελούσε όμως σχολή, γιατί ο Σωκράτης δε δίδαξε συστηματικά, αλλά διαλεγόταν σε κάθε σημείο της πόλης, με ανθρώπους κάθε κοινωνικής τάξης και σε αντίθεση με τους σοφιστές δεν έπαιρνε χρήματα από τους μαθητές του.
Το 406 π.Χ., στη δίκη των 10 Αθηναίων στρατηγών, ο Σωκράτης, ως πρύτανης της Βουλής, αρνήθηκε να θέσει σε ψηφοφορία μια παράνομη πρόταση (να δικαστούν όλοι μαζί οι στρατηγοί που είχαν κατηγορηθεί ότι δεν περισυνέλεξαν τους ναυαγούς κατά τη ναυμαχία στις Αργινούσες). Το 404 π.Χ. με τόλμη εναντιώθηκε στους Τριάκοντα τυράννους, όταν αρνήθηκε να συλλάβει ένα δημοκρατικό πολίτη, τον Λέοντα τον Σαλαμίνιο.
ὁ δὲ ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ
Η ζωή που δεν εξετάζεται δεν αρμόζει σε άνθρωπο
Το 399 π.Χ. διατυπώθηκε εναντίον του κατηγορία για ασέβεια προς τους θεούς και για διαφθορά των νέων Ο φιλόσοφος καταδικάστηκε, με βάση την κατηγορία, σε θάνατο. Ως σκοπιμότητα της κατηγορίας θεωρήθηκε η διδασκαλία του, η οποία επιδρούσε στους νέους, και με τον φιλελευθερισμό που τον διέκρινε, θεωρήθηκε ανατρεπτικός. Ουσιαστικό κίνητρο, όμως, υπήρξε η αντιζηλία του με σημαντικούς άνδρες της εποχής.
Στη διάρκεια της δίκης ο Σωκράτης έδειξε θάρρος, ενώ η αναγγελία της ποινής δεν κατάφερε να τον βγάλει από τη θεϊκή του αταραξία. Μετά την καταδίκη του παρέμεινε στο δεσμωτήριο 30 μέρες, γιατί ο νόμος απαγόρευε την εκτέλεση της θανατικής ποινής πριν από την επιστροφή του ιερού πλοίου από τις γιορτές της Δήλου. Από τον διάλογο του Πλάτωνα Κρίτων μαθαίνουμε ότι ο Σωκράτης θα μπορούσε να σωθεί, αν ήθελε, αφού οι φίλοι του είχαν την δυνατότητα να τον βοηθήσουν να αποδράσει. Ο Σωκράτης αρνήθηκε και, ως νομοταγής πολίτης και αληθινός φιλόσοφος, περίμενε τον θάνατο ειρηνικά και γαλήνια, και ήπιε το κώνειο, όπως πρόσταζε ο νόμος.
Αρχαία τοιχογραφία, Μουσείο Εφέσου, 1ος-5ος αιώνας.
Ο Σωκράτης, όπως και ο Πυθαγόρας, δεν άφησε κανένα σύγγραμμα. Γι' αυτό είναι πολύ δύσκολο να καθοριστεί ακριβώς το περιεχόμενο της φιλοσοφίας του. Κατά το Σωκράτη ο Θεός δεν φιλοσοφεί, γιατί κατέχει τη σοφία, φιλοσοφεί όμως ο άνθρωπος, που η ύπαρξή του είναι πεπερασμένη.
Στην εποχή του Σωκράτη έχουμε με τους Σοφιστές την στροφή της φιλοσοφίας προς τον άνθρωπο και τη χρήσιμη αρετή, ενώ πριν το κύριο θέμα της φιλοσοφίας των προσωκρατικών ήταν η φύση. Βέβαια, οι Σοφιστές, ως μη φιλόσοφοι, δεν διείσδυσαν εις βάθος στην μελέτη της πραγματικής ουσίας του ανθρώπου, κάτι που ξεκίνησε με τον Σωκράτη, ο οποίος πρώτος θεώρησε την ψυχή σαν την πραγματική ουσία του ανθρώπου και την αρετή σαν αυτό που επιτρέπει την πλήρωση της ανθρώπινης φύσης μέσα από την αναζήτηση και βελτίωση της ψυχής. Ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει αυτή την στροφή του πνεύματος με τη φράση «επί Σωκράτους το δε ζητείν τα περί φύσεως έληξε, προς την χρήσιμη αρετή και την πολιτική δε απόκλεινον οι φιλοσοφούντες».
Η μαιευτική ήταν η μέθοδος, η οποία, σε συνδυασμό με τη χρήση της ειρωνείας, αποτελούσε χαρακτηριστικό της σωκρατικής διδασκαλίας. Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή ο Σωκράτης κατά τις συζητήσεις του, προσποιούμενος την πλήρη άγνοια για το θέμα που συζητούσε κάθε φορά, προσπαθούσε μέσα από ερωτήσεις να εκμαιεύσει την αλήθεια από τον συνομιλητή του.
Ουσιαστικά ο Σωκράτης επωμιζόταν το ρόλο της συνείδησης και μέσα από αυτή τη διαδικασία ερωταπαντήσεων δημιουργούσε ένα πνεύμα διαλόγου στη συζήτηση. Ο συνομιλητής λοιπόν απαντώντας σ' αυτές τις ερωτήσεις έφτανε σε ένα συμπέρασμα -στην αλήθεια για τον Σωκράτη- από μόνος του. Η μέθοδος ονομάστηκε μαιευτική διότι όπως η μαία (επάγγελμα που έκανε και η Φαιναρέτη, μητέρα του Σωκράτη) φέρνει στον κόσμο το νεογνό έτσι και ο Σωκράτης ή ο εκάστοτε συνομιλητής που παίρνει το ρόλο της συνείδησης εξάγει από τον συνομιλητή του την αλήθεια

Σοφοκλής



Ο Σοφοκλής υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους σατυρικούς ποιητές της αρχαίας Ελλάδας και, συγχρόνως, δημιουργός σπουδαίων έμμετρων σατυρικών δραμάτων.
Γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου και πέθανε, σε ηλικία 90 ετών, από ατύχημα που κατά τους ιστορικούς, ήταν πνιγμονή από μια ρόγα σταφυλιού τάφηκε δε στη Δικέλλια (το σημερινό Τατόι).
Έγραψε περί τα 130 έργα, από τα οποία διασώθηκαν μόνο 7, τα οποία είναι και τα εξής: `Αντιγόνη`, `Οιδίπους Τύραννος`, `Οιδίπους επί Κολωνό`, `Ηλέκτρα`, `Φιλοκτήτης`, `Αίας` και `Τραχίνιοι`.
Σαν ποιητής ήταν ο κατεξοχήν εκπρόσωπος της κλασσικής Αθηναϊκής Σχολής, του λεγόμενου `Αττικισμού` του 5ου π.Χ. αιώνα. Η ποίηση του είναι η τελειότερη μορφή του ιδεώδους και της Αττικής ψυχής (τόσο κατά τη σύλληψη όσο και κατά την έκφραση). Εξάλλου, συνέχισε και τελειοποίησε την ελληνική τραγωδία, όπως την αντιλήφθηκε και τη διαμόρφωσε, πριν απ` αυτόν, ο άλλος γίγαντας του είδους, ο Αισχύλος. Με το έργο του Σοφοκλή η δραματική τέχνη έφθασε , χωρίς καμία υπερβολή, σε ύψη δυσθεώρητα. Έφθασε στο πραγματικό αποκορύφωμά της.
Επίσης εισήγαγε και αρκετές καινοτομίες, καθώς είναι λόγου χάρη η αύξηση του αριθμού των ηθοποιών και του χορού από 12 σε 15 μέλη κ.λπ.
Μετά το θάνατό του τιμήθηκε τα μέγιστα από τους συμπολίτες του Αθηναίους, οι οποίοι πρώτα-πρώτα έστησαν πάνω στον τάφο του μια σειρήνα και χάραξαν σε αυτόν επίγραμμα, που έλεγε: `Κρυπτώ τώδε τάφω Σοφοκλή πρωτεία λαβόντα τη τραγική τέχνη, σχήμα το σεμνότατον`, που σημαίνει: `Μέσα στο σεμνότατο αυτό τάφο κρύβω τον Σοφοκλή, που έλαβε την πρώτη θέση στην τέχνη του τραγικού` (του δραματουργού). Επίσης κάθε χρόνο προσέφεραν προς τιμήν του διάφορες θυσίες τέλος δε την από χαλκό εικόνα του την είχαν αναρτήσει μπροστά στην είσοδο του αρχαίου Αθηναϊκού `Διονυσιακού Θεάτρου`.

ΣΑΠΦΩ



Η Σαπφώ ήταν μεγάλη ποιήτρια της Ελληνικής αρχαιότητας, γεννημένη στη Μυτιλήνη, όπου και πέθανε, σε ηλικία 65 ετών.
Υπήρξε η πρώτη γυναίκα ποιήτρια σ` ολόκληρο τον κόσμο. Και επειδή συνάμα ήταν πολυγραφότατη, ο Πλάτωνας την είχε επονομάσει `Δεκάτη μούσα`, άλλοι δε την είπαν `Θηλυκό Όμηρο`, `Θαυμαστό τέρας`, `Τιμή των Λεσβίων γυναικών` και `Πιερία μέλισσα`.
Στη Μυτιλήνη, μεταξύ άλλων, είχε ιδρύσει και μια ονομαστή για τότε γυναικεία ποιητική σχολή.
Ο σοφός Πιττακός, σαν κυβερνήτης της κοινής νησιώτικης πατρίδας τους, της Λέσβου, την είχε εξορίσει απ` αυτήν για πολιτικούς λόγους. Εξάλλου, την κατηγόρησαν και ως `λεσβία`, δηλαδή ομοφυλόφιλη, με αποτέλεσμα να γίνει αντικείμενο σατιρισμών εκ μέρους πλείστων όσων κωμικών της εποχής της.
Από τα έργα της τίποτε σχεδόν δεν σώθηκε, εκτός απ` την περίφημη `Ωδή` της προς την Αφροδίτη, τη θεά του έρωτα.
Μετά το θάνατο της Σαπφώς, η μεν πατρίδα της Μυτιλήνη χάραξε την προσωπογραφία της επάνω σε νομίσματα της, οι δε πόλεις της Περγάμου και των Συρακουσών έστησαν αγάλματά της, για να τη δοξολογήσουν, εξάλλου, περισσότεροι από εκατό αρχαίοι ποιητές και συγγραφείς έγραψαν και ύμνησαν, σε υπέρτατο βαθμό, το όλο έργο της και την προσωπικότητά της.
Σαν αιτία του θανάτου της αναφέρεται η αυτοκτονία. Και πιο ειδικά λέγεται ότι κρεμάστηκε από το ακρωτήριο Λευκάτα, εξαιτίας μιας σφοδρότατης ερωτικής απογοήτευσης, στην οποία είχε τότε περιέλθει.
Τα λυρικά ποιήματα της Σαπφώς αποτελούσαν κατ` άλλους μεν 7, κατ` άλλους δε 9 βιβλία, από τα οποία όμως, καθώς προαναφέραμε, ελάχιστα μόνο μικρά αποσπάσματά τους έχουν διασωθεί.

Ρωμανός Δ' Διογένης



Αυτοκράτορας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ο Ρωμανός Δ' Διογένης έμεινε στο θρόνο από το 1068 ως το 1071. Γεννήθηκε το 1032 στην Καππαδοκία και καταγότανε από οικογένεια γαιοκτημόνων. Διακρίθηκε ως στρατιωτικός διοικητής στην υπηρεσία του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ι' Δούκα και του Ισαάκιου Α' Κομνηνού. Μάλιστα το 1064 ως διοικητής της Σερδικής (Σόφια) απώθησε τους Πετσενέγγους επιδρομείς των Βαλκανίων.
Μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ι' Δούκα, η νεαρή χήρα του Ευδοκία, αποφάσισε να ξαναπαντρευτεί, παρά τον όρκο της στον άντρα της λίγο πριν πεθάνει να μην ξαναπαντρευτεί ποτέ. Σύντομα κατόρθωσε να πείσει τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως να την απαλλάξει από τη δέσμευσή της, ενώ ταυτόχρονα επιλέγει ως νέο της σύζυγο έναν ευγενή απόγονο στρατιωτικής οικογένειας από την Καππαδοκία, γενναίο και ικανό στρατηλάτη, ταυτόχρονα όμως ισχυρογνώμονα και συχνά βίαιο, το Ρωμανό Δ’ Διογένη. Φαίνεται ότι βασικό κριτήριο στην επιλογή του Ρωμανού από την Ευδοκία ήταν όχι μόνο η προσωπικότητα του Ρωμανού, αλλά και η συναίσθηση από πλευράς της του κινδύνου που αντιμετώπιζε το κράτος υπό την απειλή των εξωτερικών εχθρών του και τη διάλυση του στρατού.
Υπό διωγμό τον καιρό του Δούκα, ο Ρωμανός είχε αντιληφθεί έγκαιρα τον τουρκικό κίνδυνο. Αμέσως μετά το γάμο και τη στέψη του, ξεκινά προσπάθεια ανασυγκρότησης του Βυζαντινού στρατεύματος. Ο Ρωμανός για να ενδυναμώσει το βυζαντινό στράτευμα στρατολόγησε, εκπαίδευσε και τοποθέτησε σε όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας, μισθφόρους που συνολικά αριθμούσανε τους 100.000. Οι καταγωγή αυτών ήταν από την Ιβηρία της Αρμενίας, ήταν Σλάβοι, Τουρκομάνοι, Χαζάροι, Γότθοι, Αλανοί, Κουμάνοι, Πετσενέγοι, Φράγκοι και Νορμανδοί. Σύντομα όμως, έγινε στόχος των αριστοκρατών της Κωνσταντινούπολης, του Μιχαήλ Ψελλού, εκπρόσωπου του κατεστημένου της Πρωτεύουσας, αλλά κυρίως της οικογένειας των Δουκών, που προόριζαν τον ανηψιό του Κωνσταντίνου και γιό της Ευδοκίας, Μιχαήλ για διάδοχο.
Το 1068 και 1069 τον βρίσκει να πραγματοποιεί εκστρατείες στα ανατολικά σε αναζήτηση του τούρκου πολέμαρχου Αλπ Αρσλάν. Είναι εκπληκτικό το ότι παρά την κακή κατάσταση του στρατού, είχε κάποιες επιτυχίες στα μέτωπα. Παρ’ όλα αυτά δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει τους Τούρκους όπως επιθυμούσε, δηλαδή σε μάχη εκ παρατάξεως. Είναι γεγονός ότι βασικός στόχος των Τούρκων ήταν η Αίγυπτος, βάσει θρησκευτικών διαφορών με τους Φατιμίδες, και όχι το Βυζάντιο. Στην πορεία όμως ο Αλπ Αρσλάν αναγκάστηκε για διάφορους λόγους να στραφεί κατά του Ρωμανού, ο οποίος προσπαθούσε να επανακτήσει την Αρμενία και να εξασφαλίσει τα ανατολικά σύνορα. Διάφορες συμφωνίες που έκαναν είχαν χαρακτήρα προσωρινής εκεχειρίας, μέχρι την αναμενόμενη από τις δύο πλευρές και αναπόφευκτη τελική σύγκρουση. Κάποια στιγμή το 1070, ο Ρωμανός χώρισε το στράτευμα σε δύο περίπου ίσα τμήματα, στέλνοντάς το ένα υπό το στρατηγό Ιωσήφ Τραχανειώτη σε χωριστή αναζήτηση του εχθρού. Δυστυχώς το τμήμα αυτό του στρατεύματος εξαφανίστηκε ξαφνικά κοντά στη Μελιτήνη, χωρίς να γίνει ποτέ γνωστό το γιατί. Πιθανότερη εξήγηση είναι ότι επειδή αποτελείτο από ξένους μισθοφόρους, απλά διαλύθηκε μετά την απομάκρυνση από την ηγεσία του Ρωμανού, γιατί οι στρατιώτες ήταν κακοπληρωμένοι.
Τελικά, ο Ρωμανός φτάνει το καλοκαίρι του 1071 στην περιοχή της πόλης Μάντζικερτ. Εκεί, αφού απορρίπτει τις προτάσεις εκεχειρίας του Αρσλάν, προετοιμάζεται για μάχη. Έτσι, την Παρασκευή 26 Αυγούστου του 1071, λαμβάνει χώρα η μάχη που υποθήκευσε το μέλλον του Βυζαντινού Ελληνισμού. Άν και η μάχη ξεκίνησε με καλές προοπτικές για τους Βυζαντινούς, ο εχθρός επιμελώς απέφευγε την κατά μέτωπο σύγκρουση, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει τους Βυζαντινούς με ένα είδος ανορθόδοξου πολέμου. Κατά το δειλινό, και ενώ δεν είχε γίνει ουσιαστική μάχη, ένα σήμα επιστροφής του Ρωμανού, προκάλεσε σύγχυση στο στράτευμα. Τη σύγχυση πιθανόν ενέτειναν οι προδοτικές φήμες που διέδωσε ο στρατηγός Ανδρόνικος Δούκας για συντριβή της εμπροσθοφυλακής. Το χάος που επακολούθησε έδωσε τη δυνατότητα στον ικανότατο και οξύνου Τούρκο φύλαρχο να εξαπολύσει αντεπίθεση και να συντρίψει τους Βυζαντινούς, συλλαμβάνοντας τον ίδιο τον Αυτοκράτορα και πετυχαίνοντας αναπάντεχα περίτρανη νίκη. Η μάχη του Μάντζικερτ αποτελεί τραγικό ιστορικό σταθμό του Βυζαντινού Ελληνισμού. Η απώλεια της Ανατολίας, βασικού τροφοδότη σε έμψυχο υλικό και τρόφιμα, σημαίνει την ανεπανόρθωτη αποδυνάμωση του κορμού του κράτους, που άν και μπόρεσε να ορθοποδήσει, ποτέ ξανά δεν έφτασε τα επίπεδα ακμής της δυναστείας των Μακεδόνων.
Ακόμα και την ύστατη ώρα, το κακό θα μπορούσε να είχε αποσοβηθεί. Ο Αλπ Αρσλάν, για στρατηγικούς λόγους, πρότεινε όρους ειρήνης μάλλον ευνοϊκούς στο Ρωμανό, και τον άφησε ελεύθερο. Στην πρωτεύουσα όμως και πριν την επιστροφή του αυτοκράτορα, οι εχθροί του με αρχηγό τον Ιωάννη Δούκα, και επηρρεαζόμενοι από τον Μιχαήλ Ψελλό, με πρόφαση την ήττα του Ρωμανού έστεψαν βασιλέα το Μιχαήλ Ζ’ Δούκα. Απέρριψαν κοντόφθαλμα και ασυζητητί τους όρους του Αρσλάν, πολιτική που καταδεικνύει τόσο την έλλειψη διορατικότητας, όσο και την άσβεστη προσωπική τους φιλοδοξία. Η Ευδοκία εξορίστηκε σε μοναστήρι στην Πρίγκηπο. Κατά την επιστροφή του ο Ρωμανός δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Δοκίμασε να ανακαταλάβει το θρόνο του αλλά ηττήθηκε στη μάχη της Αμάσειας από τον ιδιωτικό στρατό του Ιωάννη Δούκα και λίγους μήνες μετά παραδόθηκε στον Ανδρόνικο Δούκα. Συνελήφθη, τυφλώθηκε με βάναυσο τρόπο, εξορίστηκε στην Πρώτη της Προποντίδας και τελικά πέθανε λίγο αργότερα, το καλοκαίρι του, στις 4 Αυγούστου του 1072.